- κτηματικοῦ
- κτηματικόςpossessed of wealthmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτηματολόγος — ο ειδικευμένος τοπογράφος που ασχολείται με τη σύνταξη και τήρηση τών βασικών κτηματολογικών στοιχείων, ιδίως τού κτηματολογικού χάρτη και τού κτηματικού βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + λόγος (< λέγω)] … Dictionary of Greek